ολάρφανος

ολάρφανος
η , ο 1. не имеющий ни отца ни матери;
2. (ο ) круглый сирота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ολάρφανος" в других словарях:

  • ολάρφανος — η, ο ο ορφανός και από πατέρα και από μητέρα, ο εντελώς ορφανός, πεντάρφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ορφανός] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»